Η Ουκρανία, χώρα που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ολοκληρωτικά απαλλαγμένη από τον απολυταρχισμό και αποτελούσε μία από τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες οικονομίες, σήμερα βρίσκεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης και θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την ίδια, αλλά σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά και πρώην σοβιετικά κράτη.
Οι ξαφνικές και ιδιαίτερα βίαιες ταραχές που έχουν ξεσπάσει στην Ανατολική Ευρώπη τους τελευταίους μήνες έχουν αγγίξει και την Ουκρανία. Στην έκτακτη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, ο Ούγγρος πρωθυπουργός ζήτησε να ενισχυθούν μέσω ειδικού σχεδίου οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, εκφράζοντας φόβους για ένα νέο «σιδηρούν παραπέτασμα».
Οι παγκόσμιοι ηγέτες ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για την κοινωνική και οικονομική κρίση στην Ουκρανία, χώρα με 46 εκατομμύρια πληθυσμό και ιδιαίτερα στρατηγική θέση. Ηγέτες και αναλυτές θεωρούν ότι είναι πολύ διαφορετικό να καταρρεύσει η Λετονία ή η Ισλανδία από ότι η Ουκρανία, η οποία στηρίζει σχεδόν αποκλειστικά τη χρηματοπιστωτική «ικανότητα» της Ανατολικής Ευρώπης.
«Η Ουκρανία είναι ο άξονας σταθερότητας της Ευρώπης», δηλώνει ο Ολεξάι Χαράν, καθηγητής συγκριτικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου. «Αποτελεί έναν πολύ βασικό παίκτη μεταξύ της Ευρωπαΐκής Ένωσης και της Ρωσίας. Αν θέλουμε να δούμε ένα από τα πιο απαισιόδοξα σενάρια, φανταστείτε μια κρίση στην Ουκρανία να έδινε την ευκαιρία στη Ρωσία να προσπαθήσει να την καταλάβει. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ένα πολύ δυσάρεστο σκηνικό στην ΕΕ».
Ένα παράδειγμα του πόσο μπορεί να επηρεάσει μία κρίση στην Ουκρανία την Ευρώπη φαίνεται και από την πρόσφατη διαμάχη για το φυσικό αέριο μεταξύ Ρωσίας-Ουκρανίας. Η Ρωσία, υποστηρίζοντας ότι η ουκρανική κυβέρνηση «έκλεβε» ποσοστό φυσικού αερίου που περνούσε από τους αγωγούς της, σταμάτησε την παροχή σε ολόκληρη την Ευρώπη και πολλές χώρες που δεν διέθεταν αποθέματα έμειναν χωρίς θέρμανση, στα μέσα του χειμώνα.
Στο μεταξύ, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, το κοινοβούλιο της Ουκρανίας αποφάσισε να περικόψει κατά το ήμισυ τους μισθούς του προέδρου, Βίκτορ Γιούσενκο, της πρωθυπουργού, Ιουλία Τιμοσένκο, καθώς και τις αποζημιώσεις των υπουργών και των βουλευτών.
Πηγή: TVXS.gr
Καθώς στερεύει το ξένο κεφάλαιο αρχίζει να οδηγεί σε κατάρρευση πολλές οικονομίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Νομίσματα, μετοχές και ομόλογα παραπαίουν και πολλοί οικονομολόγοι εκφράζουν φόβους πως κάποιες από τις χώρες αυτές ενδέχεται να αναστείλουν την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους. Οι κρίσεις στις αναδυόμενες αγορές έχουν την επαχθή συνήθεια να επεκτείνονται, καθώς οι επενδυτές εγκαταλείπουν τη μία χώρα μετά την άλλη. Ορισμένες αγορές της Μέσης Ανατολής, κυρίως το Ντουμπάι, αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα.
Ποιες, όμως, από τις μεγαλύτερες αναδυόμενες οικονομίες είναι πιο ευάλωτες; Στο παρελθόν για να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό οι οικονομολόγοι παρατηρούσαν περισσότερο τη φερεγγυότητα των κυβερνήσεων και επομένως το επίπεδο του χρέους τους. Σήμερα, όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος στον αναδυόμενο κόσμο απορρέει όχι από τον δανεισμό του κράτους αλλά από τα χρέη τραπεζών και επιχειρήσεων. Καθώς στερεύει το ξένο κεφάλαιο, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους που ωριμάζει ή να αντλήσουν καινούργια δάνεια. Πρέπει να καλυφθούν μεγάλα ελλείμματα, αλλά σπανίζουν πλέον οι εισροές των τραπεζών και των χαρτοφυλακίων, καθώς και οι άμεσες ξένες επενδύσεις.
Πολλές από τις μικρότερες οικονομίες της ανατολικής Ευρώπης εμφάνισαν διψήφια ελλείμματα το 2008, αν και φέτος αναμένεται να μειωθούν εξ αιτίας της βαθύτατης ύφεσης. Το Πακιστάν, η Νότιος Αφρική και η Πολωνία αναμένεται να εμφανίσουν φέτος ελλείμματα της τάξης του 8% του ΑΕΠ τους, δηλαδή του μεγέθους που είχε το έλλειμμα της Ταϊλάνδης πριν από την κρίση του 1997. Παράλληλα, μια χώρα πρέπει να καλύψει ή να μετακυλήσει τα υφιστάμενα χρέη της.
Οταν δεν υπάρχει εξωτερική χρηματοδότηση, πρέπει να καταφύγει στα συναλλαγματικά της διαθέσιμα. Γι' αυτό και μια χρήσιμη μέτρηση του κινδύνου χρηματοδότησης είναι το βραχυπρόθεσμο χρέος ως ποσοστό των συναλλαγματικών διαθεσίμων μιας χώρας. Οποιοδήποτε επίπεδο άνω του 100%, που υποδηλώνει ότι το χρέος υπερβαίνει το συνάλλαγμα, πρέπει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Στις αρχές του 1997 το βραχυπρόθεσμο χρέος της Ταϊλάνδης ήταν 130% των συναλλαγματικών της διαθεσίμων. Υπολογίζεται ότι τόσο στη Λεττονία όσο και στην Εσθονία το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 250% αλλά σε όλες τις μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες είναι κάτω του 100%. Σύμφωνα, όμως, με εκτιμήσεις της HSBC, το βραχυπρόθεσμο χρέος της Νότιας Κορέας θα υπερβεί τα συρρικνούμενα διαθέσιμά της πριν από το τέλος του έτους.
Φθίνουσα είναι, άλλωστε, η πορεία των διαθεσίμων σε Ινδονησία, Νότια Αφρική και Ουγγαρία. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Ρωσίας έχουν μειωθεί κατά περισσότερο από το 1/3, καθώς η κεντρική τράπεζα προσπάθησε να ενισχύσει το ρούβλι. Παραμένουν, ωστόσο, ακόμη σε ασφαλή επίπεδα.
Ενας τρίτος δείκτης, ο λόγος των δανείων της τράπεζας ως προς τις καταθέσεις της, αποτελεί μονάδα μέτρησης του πόσο ευάλωτο είναι ένα τραπεζικό σύστημα. Οταν ο λόγος αυτός υπερβαίνει το 1,0 (όπως σε Ρωσία, Βραζιλία, Νότια Κορέα και Ουγγαρία), καταδεικνύει ότι οι τράπεζες εξαρτώνται από τον δανεισμό, συχνά τον εξωτερικό, για να χρηματοδοτήσει τον εσωτερικό και επομένως θα έχει πρόβλημα εξ αιτίας της πιστωτικής κρίσης.
Ανάμεσα στις αναδυόμενες οικονομίες τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν οι μικρότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως οι Λεττονία, Ουκρανία και Ρουμανία. Μεταξύ των 17 μεγαλυτέρων οικονομιών, η Νότιος Αφρική και η Ουγγαρία διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Η Κίνα τον μικρότερο. Η Ουγγαρία ήδη έχει αναγκαστεί να καταφύγει στη βοήθεια του ΔΝΤ. Ισως καταλήξει εκεί και η Νότιος Αφρική, καθώς, παρά τις υψηλές τιμές του χρυσού, η μείωση των εξαγωγών μετάλλων οδηγεί σε διόγκωση του ελλείμματος, ενδεχομένως σε επίπεδα άνω του 10% του ΑΕΠ. Το ραντ, που προσφάτως υποτιμήθηκε ραγδαία, παραμένει ένα από τα πλέον ευάλωτα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών.
Πολύ ασφαλέστερες μοιάζουν, αντιθέτως, οι αναδυόμενες αγορές της Ασίας. Για να εκτιμήσει κανείς σε απόλυτους όρους τον κίνδυνο μιας κρίσης, πρέπει να υπολογίσει τις εξωτερικές ανάγκες χρηματοδότησης μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Ο Τζόναθαν Αντερσον της UBS υπολόγισε το χάσμα ανάμεσα σε αυτές τις ανάγκες και το απόθεμα συναλλαγματικών διαθεσίμων 45 χωρών. Το ευχάριστο είναι πως μόνον 16 από αυτές εμφανίζουν «χάσμα» χρηματοδότησης. Σε όλες τις υπόλοιπες, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα αρκούν για να καλύψουν πληρωμές ενός έτους ακόμη και χωρίς καινούργιες εισροές κεφαλαίων. Αυτές οι 16 χώρες βρίσκονται στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη εκτός από δύο μεγάλες οικονομίες, το Πακιστάν, που ήδη έχει καταφύγει στο ΔΝΤ, και τη Νότια Αφρική.
Πηγή: The Economist
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου